- πτέλας
- ὁ, Αο κάπρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζει επίθημα -αντ- (πρβλ. ἐλέφας, -αντος) και πιθ. συνδέεται με τη λ. πτελέα (Ι) (πρβλ. πτελέα* (II) «αγριογούρουνο»). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kiaūle «γουρούνι» και αρχ. ινδ. kiri- «κάπρος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο. Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται και η σύνδεση τού τ. με τα πελιτνός, πελιός].
Dictionary of Greek. 2013.